- εναλείφω
- ἐναλείφω (Α)1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω με κάτι («τοὺς πόδας τῶν τρυφώντων ἐναλείφειν μύροις», Αθήν.)2. χρωματίζω μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο («ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.)3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ ἐναλειφθένη επάλειψη, το επίστρωμα κονιάματος.
Dictionary of Greek. 2013.